- δερματέμπορος
- οο έμπορος δερμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σπ. Ν. Βασιλειάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερματέμπορος — ο αυτός που ασχολείται με την εμπορία δερμάτων: Ορισμένοι δερματέμποροι αγοράζουν τα δέρματα των άγριων ζώων που σκοτώνονται λαθραία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek